- χωροσταθμώ
- -ησα, κάνω χωροστάθμηση, μετρώ το ύψος διάφορων σημείων της επιφάνειας της γης με ειδικά όργανα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χωροσταθμώ — Ν εκτελώ χωροστάθμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωροστάθμη. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη] … Dictionary of Greek
χωροσταθμητής — ο, Ν επιστήμονας ή τεχνικός ειδικός στη χωροστάθμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωροσταθμώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
χωροστάθμηση — η η πράξη του χωροσταθμώ, η ανεύρεση του υψομέτρου σημείων της γης με ειδικά όργανα, η υψομέτρηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)